- ανώτερος
- -η, -ο (Α ἀνώτερος, -α, -ον)υψηλότερος, υπέρτεροςνεοελλ.1. αυτός που βρίσκεται σε υψηλότερη διαβάθμιση ή κατέχει υψηλότερο αξίωμα από άλλους2. φρ. α) «ανώτερος άνθρωπος» — αξιόλογος, εκλεκτός, ολοκληρωμένος ηθικά και πνευματικάβ) «ανώτερος χρημάτων» — αυτός που δεν δελεάζεται από χρηματικό κέρδος, αφιλοχρήματοςγ) «ανωτέρα διαταγή» — αυτή που προέρχεται από υψηλή δημόσια αρχήδ) «ανωτέρα βία, δύναμη» — αυτή που δεν μπορεί να υπερνικήσει κάποιοςε) «και σ' ανώτερα» — ευχή για μεγαλύτερη επιτυχία (που λέγεται και ειρωνικά σε αντίθετη περίπτωση)αρχ.1. αυτός που βρίσκεται ψηλά2. αυτός που αναφέρεται σε κάποιο βιβλίο ή σύγγραμμα πριν από κάτι άλλο3. αυτός που βρίσκεται σε ψηλότερο τόπο.
Dictionary of Greek. 2013.